φυτοφάρμακο

φυτοφάρμακο
το
φάρμακο (ζιζανιοκτόνο, παρασιτοκτόνο, μυκητοκτόνο, εντομοκτόνο), που χρησιμοποιείται για την αντιμετώπιση των ασθενειών των φυτών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυτοφάρμακο — το, Ν συν. στον πληθ. τα φυτοφάρμακα (χημ. γεωπ.) ανόργανες ή οργανικές ουσίες, φυσικής προελεύσεως ή συνθετικές, που χρησιμοποιούνται εναντίον κάθε εχθρού, ασθένειας ή ζιζανίου τών φυτών, καθώς και όλες οι άλλες ουσίες εκτός από τα λιπάσματα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”